- γρανιτοειδής
- ης, ες подобный граниту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρανιτοειδής — ές αυτός που μοιάζει με γρανίτη … Dictionary of Greek
γρανιτοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με γρανίτη: Βρέθηκαν γρανιτοειδή πετρώματα στην περιοχή μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)